Ποτέ την Κυριακή |
Το "Ποτέ την Κυριακή" είναι ένα ασπρόμαυρο φιλμ με παγκόσμια απήχηση που αναδεικνύει μια άγνωστη έως τότε πλευρά της Ελλάδας του 1960. Με πρωταγωνιστές τη Μελίνα Μερκούρη και τον Ζυλ Ντασέν, η ταινία θα έλεγε κανείς πως βασίζεται στο μύθο του Πυγμαλίωνα. |
Η Ίλια είναι μια πόρνη που ζει και εργάζεται στο λιμάνι του Πειραιά, κάνοντας μια ζωή μέσα στο γλέντι και το τραγούδι. Από την άλλη υπάρχει ο Όμηρος, ένας Αμερικάνος τουρίστας, θαυμαστής του Αρχαίου Ελληνικού πνεύματος και λάτρης της κλασσικής Ελλάδας, ο οποίος ως χαρακτήρας εμφανίζεται αντίθετος σε αυτόν της Ίλια. Όταν λοιπόν ο Όμηρος θα φτάσει στην Ελλάδα, θα γνωρίσει την Ίλια και θα γοητευτεί από την ζωντάνια και τον αισθησιασμό της, όμως ο ανέμελος και απομακρυσμένος από τα Ελληνικά ιδεώδη τρόπος που ζει δεν είναι σύμφωνος με τις αντιλήψεις του. Έτσι, θα προσπαθήσει να την εκπαιδεύσει και να την επαναφέρει στον δρόμο που αυτός θεωρεί σωστό; η ίδια θα συμφωνήσει να παρατήσει το επάγγελμά της και να ακολουθήσει τις υποδείξεις του για δύο μόνο εβδομάδες. Στο τέλος λοιπόν της ταινίας, ο θεατής θα ανακαλύψει αν ο Όμηρος καταφέρνει να «δαμάσει» το ελεύθερο πνεύμα της Ίλια. |
Μέσα από τη ζωή της πρωταγωνίστριας, γνωρίζει κανείς την ανέμελη πλευρά της Ελλάδας. Το γλέντι, ο χορός, το τραγούδι, όλα αποτελούν μέρος της διασκέδασης των Ελλήνων. Ο ήχος του μπουζουκιού και το σπάσιμο των πιάτων στα νυχτερινά κέντρα εμφανίζονται ως στοιχεία της νέας Ελληνικής κοινωνίας, τα οποία σίγουρα έρχονται σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Κλασική παιδεία. |
Επιπλέον, η απελευθερωμένη προσωπικότητα του ρόλου της Ίλια στο έργο προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις σε διάφορες χώρες που προβλήθηκε, και μάλιστα σε μερικές απαγορεύτηκε. |
1 Comment
HideΠοτέ την Κυριακή
Το "Ποτέ την Κυριακή" είναι ένα ασπρόμαυρο φιλμ με παγκόσμια απήχηση που αναδεικνύει μια άγνωστη έως τότε πλευρά της Ελλάδας του 1960. Με πρωταγωνιστές τη Μελίνα Μερκούρη και τον Ζυλ Ντασέν, η ταινία θα έλεγε κανείς πως βασίζεται στο μύθο του Πυγμαλίωνα.
Η Ίλια είναι μια πόρνη που ζει και εργάζεται στο λιμάνι του Πειραιά, κάνοντας μια ζωή μέσα στο γλέντι και το τραγούδι. Από την άλλη υπάρχει ο Όμηρος, ένας Αμερικάνος τουρίστας, θαυμαστής του Αρχαίου Ελληνικού πνεύματος και λάτρης της κλασσικής Ελλάδας, ο οποίος ως χαρακτήρας εμφανίζεται αντίθετος σε αυτόν της Ίλια. Όταν λοιπόν ο Όμηρος θα φτάσει στην Ελλάδα, θα γνωρίσει την Ίλια και θα γοητευτεί από την ζωντάνια και τον αισθησιασμό της, όμως ο ανέμελος και απομακρυσμένος από τα Ελληνικά ιδεώδη τρόπος που ζει δεν είναι σύμφωνος με τις αντιλήψεις του. Έτσι, θα προσπαθήσει να την εκπαιδεύσει και να την επαναφέρει στον δρόμο που αυτός θεωρεί σωστό∙ η ίδια θα συμφωνήσει να παρατήσει το επάγγελμά της και να ακολουθήσει τις υποδείξεις του για δύο μόνο εβδομάδες. Στο τέλος λοιπόν της ταινίας, ο θεατής θα ανακαλύψει αν ο Όμηρος καταφέρνει να «δαμάσει» το ελεύθερο πνεύμα της Ίλια.
Μέσα από τη ζωή της πρωταγωνίστριας, γνωρίζει κανείς την ανέμελη πλευρά της Ελλάδας. Το γλέντι, ο χορός, το τραγούδι, όλα αποτελούν μέρος της διασκέδασης των Ελλήνων. Ο ήχος του μπουζουκιού και το σπάσιμο των πιάτων στα νυχτερινά κέντρα εμφανίζονται ως στοιχεία της νέας Ελληνικής κοινωνίας, τα οποία σίγουρα έρχονται σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Κλασική παιδεία.
Επιπλέον, η απελευθερωμένη προσωπικότητα του ρόλου της Ίλια στο έργο προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις σε διάφορες χώρες που προβλήθηκε, και μάλιστα σε μερικές απαγορεύτηκε.