Start Learning Greek in the next 30 Seconds with
a Free Lifetime Account

Or sign up using Facebook
Word Image
Feeling Happy? Learn The Top 20 Words For Positive Emotions
20 words
Word Image
Feeling Happy? Learn The Top 20 Words For Positive Emotions
20 words
eftihisménos
ευτυχισμένος
(p)
happy
grup eftihisménon anthrópon
γκρουπ ευτυχισμένων ανθρώπων
group of happy people
ikanopiiménos
ικανοποιημένος
masculine
(p)
satisfied
sinésthima ikanopíisis
συναίσθημα ικανοποίησης
satisfied feeling
íremos
ήρεμος
(a)
calm
I yinéka íne íremi.
Η γυναίκα είναι ήρεμη.
The woman is calm.
eneryitikós
ενεργητικός
masculine
(a)
energetic
energitikós omilitís
ενεργητικός ομιλητής
energetic speaker
spudéos
σπουδαίος
(a)
great
zoirós
ζωηρός
masculine
(a)
lively
zoiró zevgári
ζωηρό ζευγάρι
lively couple
drastírios
δραστήριος
masculine
(a)
active
drastírio pedí
δραστήριο παιδί
active child
ilikrinís
ειλικρινής
masculine
(a)
honest
Íne éna ilikrinés átomo.
Είναι ένα ειλικρινές άτομο.
He is an honest person.
perífanos
περήφανος
masculine
(a)
proud
I perífani gonís ítan eftihisméni.
Οι περήφανοι γονείς ήταν ευτυχισμένοι.
The proud parents were happy.
mu arései
μου αρέσει
(p)
like
Tu koritsiú tu áresan polí ta kutávia.
Του κοριτσιού του άρεσαν πολύ τα κουτάβια.
The girl really liked the puppies.
agapó
αγαπώ
(v)
love
agapáo mia yinéka
αγαπάω μια γυναίκα
love a woman
ómorfos
όμορφος
masculine
(a)
beautiful
Íne ómorfi.
Είναι όμορφη.
She is beautiful.
kalós
καλός
(a)
kind
evyenikí práxi
ευγενική πράξη
kind act
astíos
αστείος
masculine
(a)
funny
parakoluthó éna astío sóu
παρακολουθώ ένα αστείο σόου
watch a funny show
yeláo
γελάω
(v)
laugh
To zevgári yélase m´éna astío.
Το ζευγάρι γέλασε μ' ένα αστείο.
The couple laughed at a joke.
engárdios
εγκάρδιος
(a)
warm
Íne engárdios ánthropos.
Είναι εγκάρδιος άνθρωπος.
She is a warm person.
esiódoxos
αισιόδοξος
(a)
hopeful
Den nomízo na érthun, alá íme esiódoxi.
Δεν νομίζω να έρθουν, αλλά είμαι αισιόδοξη.
I don't think they'll come, but I'm hopeful.
endiaférome
ενδιαφέρομαι
(v)
interested
endiaférome ya mia istoría
ενδιαφέρομαι για μια ιστορία
interested in a story
enthusiasménos
ενθουσιασμένος
(p)
excited
To mikró korítsi íne enthusiasméno.
Το μικρό κορίτσι είναι ενθουσιασμένο.
The little girl is excited.
halarós
χαλαρός
masculine
(a)
relaxed
harúmenos ke halarós
χαρούμενος και χαλαρός
happy and relaxed
0 Comments
Top